λείπω

λείπω
(AM λείπω, Μ και λείβγω)
1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ.
γ. «λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι», Σοφ.)
2. (μέσ. ως απρόσ.) λείπεται
μένει, απομένει (α. «δεν λείπεται τίποτε πια να μάς συμβεί» β. «λείπεται δὲ ἐνυπνίων τε πέρι καὶ νόσων καὶ μανίας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μέσ. λείπομαι και λείβομαι
δεν φθάνω, δεν επαρκώ, είμαι ελλιπής («θα φτειάχναμε το γλυκό, αλλά μάς λείφτηκε το βούτυρο»)
2. φρ. α) «μού λείπει» — μού είναι πολύ αισθητή η στέρηση κάποιου προσώπου ή πράγματος και τό αποζητώ
β) «τού λείπει το μυαλό» ή «τού λείπει ο νους» ή «τού λείπει» ή «τού λείπουν» — δεν έχει μυαλό, είναι βλάκας
γ) «αυτός μάς έλειπε» και «αυτό μάς έλειπε» — λέγεται για ανεπιθύμητο πρόσωπο ή πράγμα που, με την εμφάνισή του, επαυξάνει την προηγούμενη ταλαιπωρία ή δυστυχία
δ) «λείψε απ' το κεφάλι μου» — παράτα με, ξεφορτώσου με
3. παροιμ. α) «λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή;» — λέγεται γι' αυτούς που παρευρίσκονται παντού και πάντα
β) «όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια» — λέγεται γι' αυτούς που ενεργούν άφοβα όση ώρα απουσιάζει εκείνος που τούς ελέγχει
γ) «όλα τά 'χε η Μαριορή, ο φερετζές τής έλειπε» — λέγεται γι' αυτούς που ζητούν τα περιττά, ενώ στερούνται τα στοιχειώδη
νεοελλ.-μσν.
1. απουσιάζω, είμαι απών, δεν παρευρίσκομαι κάπου («πάλι έλειπε χθες από το γραφείο»)
2. βρίσκομαι μακριά από την πατρίδα μου ή από τον τόπο διαμονής μου («λείπει πέντε χρόνια στην Αμερική»)
3. αποφεύγω κάτι, απέχω από κάτι («λείψε από τέτοιους κινδύνους»)
4. παραμελώ («δεν λείπει ποτέ από τις υποχρεώσεις του»)
5. υπολείπομαι («λείπουν ακόμη τρεις μέρες για να πάρω την άδεια»)
6. μέσ. χρειάζομαι
7. πεθαίνω («αν λείψω εγώ, τί θα κάνετε;»)
8. φρ. «λίγο έλειψε» — παρά λίγο
μσν.
1. παύω, σταματώ
2. απαλλάσσομαι από κάτι
3. αποχωρώ, φεύγω
4. απομακρύνομαι
5. παραλείπομαι
6. (σχετικά με απόσταση) απέχω
7. (η γεν. αρσ. μτχ. ενεστ. και η αιτ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) λείποντος και λεῑπον
εκτός
8. φρ. α) «λείπω εἰς αἰῶνας» — πεθαίνω
β) «λείπω ἀπὸ τὴν μέσην» — εξαφανίζομαι
μσν.-αρχ.
1. αφήνω, εγκαταλείπω («οἷον ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.)
2. αμελώ, παραμελώ
3. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη («τῆς σῆς βοηθείας λείπομαι», Απολλ. Δύσκ.)
4. παθ. α) είμαι κατώτερος, υπολείπομαι, υστερώ (α. «ἢ τὸ ναυτικὸν τὸ ἡμέτερον λείψεσθαι τοῡ ἐκείνων, ἢ καὶ συναμφότερα», Ηρόδ.
β. «οὐδὲν σοῡ ξίφους λελείψομαι», Ευρ.)
β) ελαττώνομαι, λιγοστεύω
αρχ.
1. αφήνω κάτι φεύγοντας, ιδίως πεθαίνοντας αφήνω κληρονομιά ή κάτι άλλο ως ανάμνηση στους απογόνους μου (α. «τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες», Ομ. Ιλ.
β. «οἰκτίρω δέ νιν χήραν παρ' ἐχθροῑς παῑδα τ' ὀρφανὸν λιπεῑν», Σοφ.
γ. «λιπὼν ἂν εὔκλειαν ἐν δόμοισιν», Αισχύλ.)
2. απαρνούμαι («ἐνταῡθα δὲ φοβηθεὶς ἢ θάνατον ἢ ἄλλο ὁτιοῡν πρᾱγμα λίποιμι τὴν τάξιν», Πλάτ.)
3. αφήνω κάτι απείραχτο, άθικτο («τῇ δὲ ὑστεραίᾳ κατακαύσας ὁ Σεύθης τὰς κώμας παντελῶς καὶ οἰκίαν οὐδεμίαν λιπών», Ξεν.)
4. μαθ. α) είμαι λίγο μικρότερος
β) παθ. αφαιρούμαι
5. παθ. α) απομένω ως επί πλέον κέρδος («τριτάτη δ' ἔτι μοῑρα λέλειπται», Ομ. Ιλ.)
β) μένω στη ζωή, εξακολουθώ να ζω, ενώ οι άλλοι πέθαναν («πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο», Ομ. Οδ.)
γ) εγκαταλείπομαι από κάποιον, μένω έρημος («καὶ τίς βίος μοι σοῡ λελειμμένῃ φίλος», Σοφ.)
δ) μένω πίσω, καθυστερώ
ε) είμαι απών
στ) υστερώ, αποτυγχάνω σε μια ενέργεια
ζ) στερούμαι κάποιο πράγμα («αὐτὴ δ' ἄπαις ᾖ καὶ λελειμμένη τέκνων», Ευρ.)
6. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οι λειπόμενοι
οι φτωχοί
7. φρ. α) «λείπω βίον» ή «λείπω φῶς ἡλίου» — φονεύομαι, πεθαίνω, εγκαταλείπω τη ζωή
β) «λείπομαι δορός» — διασώζομαι από πλήγμα δόρατος
γ) «λείπομαι βασιλέος» ή «λείπομαι ἀπὸ βασιλέος» — εγκαταλείπω τις βασιλικές τάξεις, λιποτακτώ
δ) «λείπω ἐράνους» — καθυστερώ την καταβολή εράνων
ε) «λείπω δίκην» — αφήνω να χαθεί η δίκη από δικό μου σφάλμα
στ) «λείπω μαρτυρίαν» ή «λείπω ὅρκον» — αρνούμαι να δώσω τη μαρτυρία μου ή τον όρκο μου, δεν ορκίζομαι
ζ) «λείπω δασμόν» ή «λείπω φοράν» — δεν πληρώνω τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λεξιλογική οικογένεια τού ρ. λείπ-ω (πρβλ. λατ. linqu-o) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *leikw- «αφήνω, καταλείπω», τής οποίας την απαθή βαθμίδα εμφανίζει ο ενεστ. τ. λείπω (πρβλ. γοτθ. leihwan, αρχ. άνω γερμ. līhan «δανείζω», λιθουαν. lieku «αφήνω» καθώς και τα παρ. λεῖμμα, λεῖψις, λείψανον. Στη Μυκηναϊκή απαντά η μτχ. μέσ. ενεστ. με τη μορφή reqomeno = λειπόμενοι, όπου διασώζεται στη γραφή η δήλωση τού χειλοϋπερωικού -kw- ως -q-. Στη μηδενισμένη βαθμίδα λιπ- (< *likw-) ανάγεται ο αόρ. β' -λιπ-ον (πρβλ. αρμεν. e-lik', αρχ. ινδ. a-ri-ca-t)
την ίδια βαθμίδα εμφανίζει και ο παρλλ. ενεστ. τ. λιμπάνω (= λι-μ-π-άνω), σχηματισμένος με έρρινο ένθημα (-μ- < -ν-) και σχηματιστικό μόρφημα -άνω (πρβλ. λαμβάνω)
ο τ. αυτός συνδέεται με αρχ. ινδ. rin-ak-ti, λατ. li-n-qu-o «λείπω», αρχ. πρωσ. po-linka «μένει». Το θ. λιπ- απαντά και ως α' συνθετικό (λιπο-) σε αρκετά σύνθετα (πρβλ. λιπό-σαρκος, λιπο-θυμῶ) και ως β' συνθετικό (πρβλ. ἐλ-λιπής, ὑπο-λιπής). Την ετεροιωμένη, τέλος, βαθμίδα εμφανίζουν ο παρακμ. λέ-λοιπ-α (πρβλ. αρχ. ινδ. ri-rec-a, λατ. līqui, γοτθ. laihw) και το επίθ. λοιπός, το οποίο στη Μυκηναϊκή απαντά σε δύο σύνθ.: opiroqo = επί-λοιπος και periroqo = *περί -λοιπος. Το ρ. λείπω απαντά ως α' συνθετικό με την προαναφερθείσα μορφή λιπο-, συχνότατα όμως με τη μορφή λειψ(ι)- (< μέλλ. λείψω μέσω τού ουσ. λεῖψις) σε σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. λειψ-ανδρία, λειψ-υδρία). Σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων εμφανίζεται και η μορφή λειπο- (πρβλ. λειπο-γνώμων). Οι τ., τέλος, λείβομαι και λείβγω είναι διαλεκτικοί.
ΠΑΡ. λείμμα, λειψάδα, λείψανο
αρχ.-μσν.
λείψις
μσν.
λειπτός
μσν.- νεοελλ.
λείψιμο.
ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με α' συνθετικό λειπ(ο)-, λειψ(ι)-, λιπ(ο)
βλ. λιπ(ο)-. (Β' συνθετικό) απολείπω, διαλείπω, εγκαταλείπω, εκλείπω, ελλείπω, επιλείπω, καταλείπω, παραλείπω, προσκαταλείπω
αρχ.
αμφιλείπω, ανθυπολείπω, αντικαταλείπω, αποπρολείπω, αυτολείπω, εκπρολείπω, εναπολείπω, επιδιαλείπω, επικαταλείπω, καταπρολείπω, παρακαταλείπω, παρεκλείπω, περικαταλείπω, προαπολείπω, προεκλείπω, προκαταλείπω, προλείπω, προσελλείπω, προσλείπω, συναπολείπω, συγκαταλείπω, συνεκλείπω, συνεπιλείπω, υπαπολείπω, υπεκλείπω, υποδιαλείπω, υποκαταλείπω, υπολείπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λείπω — leave pres subj act 1st sg λείπω leave pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — λείπω, έλειψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λείπω — έλειψα, απουσιάζω, βρίσκομαι μακριά από το σπίτι μου: Όταν έγινε ο σεισμός έλειπα διακοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεῖπον — λείπω leave pres part act masc voc sg λείπω leave pres part act neut nom/voc/acc sg λείπω leave imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λείπω leave imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπεσθον — λείπω leave pres imperat mp 2nd dual λείπω leave pres ind mp 3rd dual λείπω leave pres ind mp 2nd dual λείπω leave imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελειμμένα — λείπω leave perf part mp neut nom/voc/acc pl λελειμμένᾱ , λείπω leave perf part mp fem nom/voc/acc dual λελειμμένᾱ , λείπω leave perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπεσθε — λείπω leave pres imperat mp 2nd pl λείπω leave pres ind mp 2nd pl λείπω leave imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπετε — λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπῃ — λείπω leave pres subj mp 2nd sg λείπω leave pres ind mp 2nd sg λείπω leave pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμπάνετε — λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”